Την Παρασκευή το πρωί έδωσα κι εγώ εξετάσεις στην Έκθεση. Πανελλαδικές,
εννοώ. Σύμφωνα, μάλιστα, με τα στοιχεία της τρόικας, που καταγράφει
τους μελλοντικούς ανέργους, ήμουνα ο τελευταίος από τους 109.313
υποψηφίους. Είχα αριθμό 109.314. Καθώς έτσι, ήμουνα ο τελευταίος
υποψήφιος, και έφτασα με καθυστέρηση, θεωρήθηκα εκτός συναγωνισμού.
Οι καλοί καθηγητές μας, επιστρατευμένοι και με τις στολές τους, μας έδωσαν τα θέματα της Νεοελληνικής γλώσσας στις 9 το πρωί. Ιστορική στιγμή για μένα, τους άλλους υποψηφίους, για το έθνος. Εν γνώσει της αποστολής μου, άρχισα να τα μελετώ αμέσως. Βρήκα πολύ ενδιαφέρον το κείμενο, που συνόδευε τις ερωτήσεις. Συνέδεε με πρωτότυπο τρόπο το περιβάλλον, την ανάπτυξη του διαδικτύου, την αποξένωση του ανθρώπου. Μου άρεσε. Καθώς όμως περνούσε η ώρα και τα πυκνά του νοήματα χόρευαν στο μυαλό μου, μου φαινόταν ολοένα και πιο οικείο. Γρήγορα κατάλαβα τον λόγο: Το κείμενο βασιζόταν στο τελευταίο μου βιβλίο “Ένας αστρολάβος του Ουρανού και της Ζωής”. Ο Αστρολάβος, πανέμορφο όργανο που έδειχνε παλιά τις κατευθύνσεις, είχε κληθεί να δείξει κατευθύνσεις και στην Παιδεία.
Την αρχική μου έκπληξη διαδέχθηκε η αυτοεκτίμηση, και σε λίγο η αγωνία. Θυμήθηκα πάλι, ότι ήμουνα κι εγώ υποψήφιος. Μόνο που εμένα, θα με βαθμολογούσαν 109.313 υποψήφιοι, οι γονείς και οι συγγενείς τους, οι καθηγητές και οι φροντιστές, οι ειδικοί της γλώσσας και οι ειδικοί της Παιδείας, οι αρμόδιοι του Υπουργείου, οι δημοσιογράφοι και οι παρουσιαστές. Το τηλέφωνο κτυπούσε από το πρωί, ο υπολογιστής είχε γεμίσει μηνύματα, εφημερίδες και τηλεοράσεις έψαχναν τον συγγραφέα του κειμένου. Κανείς δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι ήταν κι αυτός υποψήφιος, χαμένος σε μια αίθουσα εξετάσεων, μετρώντας τα δευτερόλεπτα και τις ώρες.
Επιβίωσα. Όπως επιβίωσαν και οι άλλοι 109.313 υποψήφιοι, όπως επιβιώνουν χρόνια τώρα οι εκατοντάδες χιλιάδες υποψήφιοι όλων των βαθμίδων, όλων των ηλικιών. Επιβίωσα, επειδή τα χαμόγελα των παιδιών έδειχναν ότι το θέμα τους άγγιξε, ότι ανήκεστα ενδιαφέροντα και τις αναζητήσεις τους. Καθώς έφευγα σιωπηλός από την αίθουσα των εξετάσεων, ακούγονταν οι έπαινοι των επαϊόντων, ενώ οι γονείς είχαν αναστείλει την αγωνία τους. Μέχρι την επόμενη μέρα των εξετάσεων, το επόμενο μάθημα.
Ένα ερώτημα όμως παραμένει πάντα, μετέωρο και αναπάντητο: Πώς φτάσαμε εκεί; Πώς έφτασαν τα παιδιά, στα πιο ξέγνοιαστα ίσως χρόνια τους, να τρέχουν από φροντιστήριο σε φροντιστήριο, να απομνημονεύουν αντί να σκέφτονται, πώς φτάσαμε στην εθνική υστερία που συνοδεύει τις εισαγωγικές εξετάσεις; Πώς δεν επαναστατεί η ψυχή μας όταν η Παιδεία, είτε σαν άνοιγμα των οριζόντων είτε σαν εφόδια για την ζωή, αναιρεί ουσιαστικά τον ίδιο της τον ορισμό;
Πώς φτάσαμε, λοιπόν, εκεί; Υπήρξαν μεταρρυθμίσεις και νόμοι, βελτιώσεις και μέτρα, συλλαλητήρια και συζητήσεις. Ακόμα, δεν έλειψαν οι ευσυνείδητοι καθηγητές, που κάνουν θαύματα στην τάξη, κι ούτε μπορεί να ειπωθεί ότι δεν κτίσθηκαν σχολεία και πανεπιστημιακές αίθουσες.
Πέραν όμως και πάνω από αυτά, το ερώτημα παραμένει: Πώς φτάσαμε εκεί; Πώς γίνεται, ενώ όλοι ομνύουν στον ρόλο και τη σημασία της Παιδείας, τώρα, τόσα χρόνια μετά, οι βασικοί της άξονες, η λειτουργία και το κύρος της, να παραμένουν πληγωμένοι και διάτρητοι;
Είναι αλήθεια ότι ακόμα κι ένας αστρολάβος του Ουρανού και της Ζωής, δύσκολα μπορεί να συνθέσει μια απάντηση. Υπάρχουν απαντήσεις επί μέρους, οι περισσότεροι μιλούν για τις ευθύνες των πολιτικών, ότι η δημαγωγία υπερίσχυε, και ο κομματισμός επίσης, συχνά αναφέρεται και ο στείρος συνδικαλισμός. Κάπου ίσως φταίνε και οι ίδιοι οι γονείς, μερικοί γενικεύουν σε μια κοινωνία χωρίς έρμα. Ενώ άλλωστε ολόκληρος ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός στηρίχθηκε στην ουσία της Παιδείας, σήμερα μήτε αυτήν δεν σέβεται η ευρωπαϊκή πολιτική, τις προσδοκίες των νέων πρώτιστα ισοπεδώνουν.
Έτσι το ερώτημα «πώς φτάσαμε εκεί;» παραμένει πάντοτε μετέωρο και αιχμηρό. Υπάρχει η ελπίδα, η ευχή ίσως, ότι κάποια στιγμή η Ελλάδα θα ξεφύγει από τα σημερινά δεινά της και ότι θα αποκτήσει πραγματική συνείδηση για τις ανάγκες του μέλλοντος - και αξίες άλλες από τις σημερινές. Τότε το ερώτημα «πώς έφτασαν εκείνοι εκεί;», θα κυριαρχεί. Και αν έχω μια βεβαιότητα, είναι ότι το αναπάντητο ερώτημα θα αφορά κυρίως δύο όψεις οδυνηρές της σημερινής Ελλάδας: Μια παιδεία που παραπαίει, και κάθε χρόνο μετρά τις διαψεύσεις της και ένα περιβάλλον, μοναδικό και ανεκτίμητο, των νησιών και της ελληνικής γης, που όσο περνά ο καιρός κακοποιείται και αλλοιώνεται.
Τα τελευταία μάλιστα χρόνια με κατατρύχει η σκέψη -σκέψη βασανιστική, αλλά επίμονη- ότι αυτά τα δύο συνδέονται. Ίσως, λοιπόν, οδηγήσουν σε μια απάντηση που εμείς οι σημερινοί δεν βρίσκουμε εύκολα τα λόγια ή την τόλμη να εκφράσουμε. Αιώνες τώρα, ο Αστρολάβος έδειχνε κατευθύνσεις και καθοδηγούσε τους ανθρώπους στα ταξίδια τους. Αν υπάρχει μια βεβαιότητα, είναι ότι οι κατευθύνσεις που έδειχνε πρέπει να αλλάξουν, και ότι οι θάλασσες είναι τώρα πια φουρτουνιασμένες και επικίνδυνες.
Οι καλοί καθηγητές μας, επιστρατευμένοι και με τις στολές τους, μας έδωσαν τα θέματα της Νεοελληνικής γλώσσας στις 9 το πρωί. Ιστορική στιγμή για μένα, τους άλλους υποψηφίους, για το έθνος. Εν γνώσει της αποστολής μου, άρχισα να τα μελετώ αμέσως. Βρήκα πολύ ενδιαφέρον το κείμενο, που συνόδευε τις ερωτήσεις. Συνέδεε με πρωτότυπο τρόπο το περιβάλλον, την ανάπτυξη του διαδικτύου, την αποξένωση του ανθρώπου. Μου άρεσε. Καθώς όμως περνούσε η ώρα και τα πυκνά του νοήματα χόρευαν στο μυαλό μου, μου φαινόταν ολοένα και πιο οικείο. Γρήγορα κατάλαβα τον λόγο: Το κείμενο βασιζόταν στο τελευταίο μου βιβλίο “Ένας αστρολάβος του Ουρανού και της Ζωής”. Ο Αστρολάβος, πανέμορφο όργανο που έδειχνε παλιά τις κατευθύνσεις, είχε κληθεί να δείξει κατευθύνσεις και στην Παιδεία.
Την αρχική μου έκπληξη διαδέχθηκε η αυτοεκτίμηση, και σε λίγο η αγωνία. Θυμήθηκα πάλι, ότι ήμουνα κι εγώ υποψήφιος. Μόνο που εμένα, θα με βαθμολογούσαν 109.313 υποψήφιοι, οι γονείς και οι συγγενείς τους, οι καθηγητές και οι φροντιστές, οι ειδικοί της γλώσσας και οι ειδικοί της Παιδείας, οι αρμόδιοι του Υπουργείου, οι δημοσιογράφοι και οι παρουσιαστές. Το τηλέφωνο κτυπούσε από το πρωί, ο υπολογιστής είχε γεμίσει μηνύματα, εφημερίδες και τηλεοράσεις έψαχναν τον συγγραφέα του κειμένου. Κανείς δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι ήταν κι αυτός υποψήφιος, χαμένος σε μια αίθουσα εξετάσεων, μετρώντας τα δευτερόλεπτα και τις ώρες.
Επιβίωσα. Όπως επιβίωσαν και οι άλλοι 109.313 υποψήφιοι, όπως επιβιώνουν χρόνια τώρα οι εκατοντάδες χιλιάδες υποψήφιοι όλων των βαθμίδων, όλων των ηλικιών. Επιβίωσα, επειδή τα χαμόγελα των παιδιών έδειχναν ότι το θέμα τους άγγιξε, ότι ανήκεστα ενδιαφέροντα και τις αναζητήσεις τους. Καθώς έφευγα σιωπηλός από την αίθουσα των εξετάσεων, ακούγονταν οι έπαινοι των επαϊόντων, ενώ οι γονείς είχαν αναστείλει την αγωνία τους. Μέχρι την επόμενη μέρα των εξετάσεων, το επόμενο μάθημα.
Ένα ερώτημα όμως παραμένει πάντα, μετέωρο και αναπάντητο: Πώς φτάσαμε εκεί; Πώς έφτασαν τα παιδιά, στα πιο ξέγνοιαστα ίσως χρόνια τους, να τρέχουν από φροντιστήριο σε φροντιστήριο, να απομνημονεύουν αντί να σκέφτονται, πώς φτάσαμε στην εθνική υστερία που συνοδεύει τις εισαγωγικές εξετάσεις; Πώς δεν επαναστατεί η ψυχή μας όταν η Παιδεία, είτε σαν άνοιγμα των οριζόντων είτε σαν εφόδια για την ζωή, αναιρεί ουσιαστικά τον ίδιο της τον ορισμό;
Πώς φτάσαμε, λοιπόν, εκεί; Υπήρξαν μεταρρυθμίσεις και νόμοι, βελτιώσεις και μέτρα, συλλαλητήρια και συζητήσεις. Ακόμα, δεν έλειψαν οι ευσυνείδητοι καθηγητές, που κάνουν θαύματα στην τάξη, κι ούτε μπορεί να ειπωθεί ότι δεν κτίσθηκαν σχολεία και πανεπιστημιακές αίθουσες.
Πέραν όμως και πάνω από αυτά, το ερώτημα παραμένει: Πώς φτάσαμε εκεί; Πώς γίνεται, ενώ όλοι ομνύουν στον ρόλο και τη σημασία της Παιδείας, τώρα, τόσα χρόνια μετά, οι βασικοί της άξονες, η λειτουργία και το κύρος της, να παραμένουν πληγωμένοι και διάτρητοι;
Είναι αλήθεια ότι ακόμα κι ένας αστρολάβος του Ουρανού και της Ζωής, δύσκολα μπορεί να συνθέσει μια απάντηση. Υπάρχουν απαντήσεις επί μέρους, οι περισσότεροι μιλούν για τις ευθύνες των πολιτικών, ότι η δημαγωγία υπερίσχυε, και ο κομματισμός επίσης, συχνά αναφέρεται και ο στείρος συνδικαλισμός. Κάπου ίσως φταίνε και οι ίδιοι οι γονείς, μερικοί γενικεύουν σε μια κοινωνία χωρίς έρμα. Ενώ άλλωστε ολόκληρος ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός στηρίχθηκε στην ουσία της Παιδείας, σήμερα μήτε αυτήν δεν σέβεται η ευρωπαϊκή πολιτική, τις προσδοκίες των νέων πρώτιστα ισοπεδώνουν.
Έτσι το ερώτημα «πώς φτάσαμε εκεί;» παραμένει πάντοτε μετέωρο και αιχμηρό. Υπάρχει η ελπίδα, η ευχή ίσως, ότι κάποια στιγμή η Ελλάδα θα ξεφύγει από τα σημερινά δεινά της και ότι θα αποκτήσει πραγματική συνείδηση για τις ανάγκες του μέλλοντος - και αξίες άλλες από τις σημερινές. Τότε το ερώτημα «πώς έφτασαν εκείνοι εκεί;», θα κυριαρχεί. Και αν έχω μια βεβαιότητα, είναι ότι το αναπάντητο ερώτημα θα αφορά κυρίως δύο όψεις οδυνηρές της σημερινής Ελλάδας: Μια παιδεία που παραπαίει, και κάθε χρόνο μετρά τις διαψεύσεις της και ένα περιβάλλον, μοναδικό και ανεκτίμητο, των νησιών και της ελληνικής γης, που όσο περνά ο καιρός κακοποιείται και αλλοιώνεται.
Τα τελευταία μάλιστα χρόνια με κατατρύχει η σκέψη -σκέψη βασανιστική, αλλά επίμονη- ότι αυτά τα δύο συνδέονται. Ίσως, λοιπόν, οδηγήσουν σε μια απάντηση που εμείς οι σημερινοί δεν βρίσκουμε εύκολα τα λόγια ή την τόλμη να εκφράσουμε. Αιώνες τώρα, ο Αστρολάβος έδειχνε κατευθύνσεις και καθοδηγούσε τους ανθρώπους στα ταξίδια τους. Αν υπάρχει μια βεβαιότητα, είναι ότι οι κατευθύνσεις που έδειχνε πρέπει να αλλάξουν, και ότι οι θάλασσες είναι τώρα πια φουρτουνιασμένες και επικίνδυνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τάδε έφη